περιφρονητής

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek (Liddell-Scott)

περιφρονητής: -οῦ, ὁ, ὁ περιφρονῶν, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5. σ. 302.

Greek Monolingual

ο, θηλ. περιφρονήτρια, ΝΜ περιφρονώ
αυτός που περιφρονεί κάτι, που δείχνει περιφρόνηση σε κάτι.