περᾷς

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. de περάω, f. de πιπράσκω.