πιτσιρίκος

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. πιτσιρίκα Ν
(με θωπευτική σημ.) παιδί μικρής ηλικίας και ζωηρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < ιταλ. διαλ. piccirido κατά τα ονόματα σε -ικος].