πλακουτσωτός

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

και πλατσουκωτός, -ή, -ό, Ν πλακουτσώνω
1. αυτός που έχει υποστεί πλάτυνση, ο πεπλατυσμένος
2. ο κάπως πλατύς.