ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
και πλατσουκωτός, -ή, -ό, Ν πλακουτσώνω1. αυτός που έχει υποστεί πλάτυνση, ο πεπλατυσμένος2. ο κάπως πλατύς.