πληκτέον

English (LSJ)

one must strike, Hsch. s.v. παιητέον.

Greek (Liddell-Scott)

πληκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πλήττω, δεῖ πλήττειν, Ἡσύχ. ἐν λ. παικτέον.