Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
η, Ν
ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας τών νυκτιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plusia < πλούσιος.