πλουσία

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας τών νυκτιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plusia < πλούσιος.