ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
η, Νζωολ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας τών νυκτιδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plusia < πλούσιος.