ποικιλότητα

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

Greek Monolingual

η / ποικιλότης, -ητος, ΝΑ ποικίλος
η ιδιότητα του ποικίλου, η ύπαρξη πολλών εναλλακτικών, διαφορετικών μορφών, ποικιλία, πολυμορφία
νεοελλ.
βιολ. η ύπαρξη παραλλαγών στον πληθυσμό ενός είδους.