Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποκάρι

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

το / ποκάριον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. το σύνολο του ερίου από την κουρά προβάτου, ο πόκος
2. όγκος ερίου
μσν.-αρχ.
μικρή ποσότητα ερίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του τ. πόκαι (βλ. λ. πόκος), πρβλ. μυκην. poka = πόκη].