πολεμολογία

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η μελέτη τών αιτίων, τών αφορμών καθώς και τών πάσης φύσεως επιπτώσεων του πολέμου θεωρούμενου ως κοινωνικό και ψυχολογικό φαινόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polemologie (< πόλεμος + -λογία)].