πολυάργυρος

English (LSJ)

πολυάργυρον, rich in silver, of persons or places, πολυαργυρώτατοι, of the Lydians, Hdt.5.49, cf. Ph.2.30; πλάκες τῆς γῆς D.S.5.36; οἶκοι Plu.Comp.Lys.Sull.3 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 659] silberreich, von Menschen, Her. 5, 49 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui possède ou contient beaucoup d'argent;
Sp. πολυαργυρώτατος.
Étymologie: πολύς, ἄργυρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυάργυρος -ον [πολύς, ἄργυρος] rijk aan zilver.

Russian (Dvoretsky)

πολυάργῠρος: богатый серебром (Λυδοί Her.; οἶκοι Plut.).

Greek Monolingual

-ον, Α
πλούσιος σε άργυρο («πολυάργυροι πλάκες τῆς γῆς», Διοδ.).

Greek Monotonic

πολυάργῠρος: -ον, πλούσιος σε άργυρο, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάργῠρος: -ον, ὁ ἔχων πολὺν ἄργυρον, πλούσιος εἰς ἄργυρον, πολυαργυρώτατοι, ἐπὶ τῶν Λυδῶν, Ἡρόδ. 5. 19· ἐπὶ τόπων, Διόδ. 5. 36· οἶκοι Πλουτ. Λυσάνδ. καὶ Σύλλ. Σύγκρ. 3.

Middle Liddell

πολυ-άργῠρος, ον,
rich in silver, Hdt.