πολυδαπάνως

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Russian (Dvoretsky)

πολυδᾰπάνως: (πᾰ) с большой затратой средств: φιλοτέχνως καὶ π. Diod. с помощью искусного и дорогостоящего устройства.