πολυθεϊστής
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Greek Monolingual
ο, θηλ. πολυθεΐστρια, η, Ν
αυτός που πιστεύει σε περισσότερους από έναν θεούς, οπαδός του πολυθεϊσμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polytheiste (βλ. πολυθεϊσμός). Η λ. στον πληθ., οἱ πολυθεϊσταί, μαρτυρείται από το 1871 στον Ιωάννη Ν. Βαλέτα].