πολυθεϊστής

From LSJ

Μακρὸς γὰρ αἰὼν συμφορὰς πολλὰς ἔχει → Mala multa secum longa ferre aetas solet → Ein langes Leben bietet Leid in großer Zahl

Menander, Monostichoi, 351

Greek Monolingual

ο, θηλ. πολυθεΐστρια, η, Ν
αυτός που πιστεύει σε περισσότερους από έναν θεούς, οπαδός του πολυθεϊσμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polytheiste (βλ. πολυθεϊσμός). Η λ. στον πληθ., οἱ πολυθεϊσταί, μαρτυρείται από το 1871 στον Ιωάννη Ν. Βαλέτα].