πολυφαγάς

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

ο, θηλ. πολυφαγού, ουδ. -άδικο, Ν
αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες φαγητού ή αυτός που τρώει πολύ συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φαγάς].