πολυφαγάς

From LSJ

ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν → he forged the tongue on the anvil of no lies

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. πολυφαγού, ουδ. -άδικο, Ν
αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες φαγητού ή αυτός που τρώει πολύ συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φαγάς].