πονόματος

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
πόνος του ματιού, οφθαλμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + μάτι].