πρεσβήϊος

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

-ον, Α
ιων. τ.
1. σεβάσμιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρεσβήϊον
πρεσβείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. πολεμήϊος)].

Russian (Dvoretsky)

πρεσβήϊος: высокий, священный (θεοῦ ὄμμα Anth.).