πρινόκαρπος

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek (Liddell-Scott)

πρινόκαρπος: ὁ, ὁ καρπὸς τῆς πρίνου, Κ. Μανασσ. Χρον. 6128· οὕτω, πρῖνον, τό, Γαλην. τ. 6, σ. 357Ε.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ ο καρπός του πουρναριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + καρπός].