προδιακεντώ

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
(σχετικά με εγκεντρισμό σε φυτά) τρυπώ από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διακεντῶ «κεντώ, διατρυπώ»].