προσηλιακός

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν προσήλιος
αυτός τον οποίο βλέπει ο ήλιος, που δεν καλύπτεται πολύ χρόνο της ημέρας από σκιά.