προσήλιος
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
προσήλιον, exposed to the sun, sunny, τόποι ξηροί, π. X.Cyn.4.6; οἰκίαι Thphr. De Odoribus 40.
German (Pape)
[Seite 764] gegen die Sonne gelegen, der Sonne ausgesetzt; τόποι, Xen. Cyn. 4, 6; Theophr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
exposé au soleil, situé au midi.
Étymologie: πρός, ἥλιος.
Russian (Dvoretsky)
προσήλιος: освещаемый солнцем, солнечный (τόποι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
προσήλιος: -ον, ὁ πρὸς τὸν ἥλιον ἐστραμμένος, ἐκτεθειμένος πρὸς ἥλιον, εὐήλιος, «προσηλιακός, τόποι ξηροὶ καὶ πρ. Ξεν. Κυν. 4. 6· οἶκοι Θεοφρ. π. Ὁσμ. 40.
Greek Monolingual
-α, -ο / προσήλιος, -ον, ΝΜΑ
(για τόπο ή οίκημα) στραμμένος προς τον ήλιο, εκτεθειμένος στον ήλιο, αυτός που τον βλέπει ο ήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἥλιος.
Greek Monotonic
προσήλιος: -ον, αυτός που βρίσκεται προς τον ήλιο, εκτεθειμένος στον ήλιο, ηλιόλουστος, σε Ξεν.
Middle Liddell
προσ-ήλιος, ον,
towards the sun, exposed to the sun, sunny, Xen.
English (Woodhouse)
Translations
sunny
Bulgarian: слънчев; Catalan: asolellat; Dutch: zonnig; Esperanto: suna, sunplena; Finnish: aurinkoinen; French: ensoleillé; Galician: solleiro, sollío, solloso; Greek: ηλιόλουστος, λιόλουστος, λιοπερίχυτος; Ancient Greek: ἀστροβλής, ἀστρόβλητος, ἐπαλής, εὐάλιος, εὔειλος, εὐήλιος, ἡλιόβλητος, ἡλιόβολος, πανήλιος, πολυήλιος, πρόσειλος, προσήλιος; Hungarian: napfényes, napos; Italian: soleggiato, soleggiata; Latin: apricus; Latvian: saulains; Macedonian: сончев; Maori: matanui; Plautdietsch: sonnich; Portuguese: ensolarado; Serbo-Croatian: sùnčan; Spanish: soleado; Ukrainian: сонячний