προσκεφαλαιοθήκη

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

και προσκεφαλοθήκη, η, Ν
θήκη προσκέφαλου από ύφασμα, μαξιλαροθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκεφάλ(αι)ο + θήκη.