προσομίλησις

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek (Liddell-Scott)

προσομίλησις: -εως, ἡ, τὸ προσομιλεῖν, ὁμιλία πρός τινα, συναναστροφή, σχέσις, Κλήμ. Ἀλ. 220.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α προσομιλῶ
συναναστροφή.