προτελευταίος
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
Greek Monolingual
-α, -ο / προτελευταίος, -ον, ΝΜ τελευταῖος
αυτός που κείται ή γίνεται πριν από τον τελευταίο («η προτελευταία ημέρα του μηνός»).
επίρρ...
προτελευταίως ΝΑ, και προτελευταία Ν
πριν από το τελευταίο γεγονός ή πριν από τα τελευταία γεγονότα.