προχορδωτά

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ.
ακράνια αμφιπλευροσυμμετρικά θαλασσόβια χορδωτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prochordata < pro- + Chorda / Chordata (< λατ. chorda < χορδή)].