προχορδωτά

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
ζωολ.
ακράνια αμφιπλευροσυμμετρικά θαλασσόβια χορδωτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prochordata < pro- + Chorda / Chordata (< λατ. chorda < χορδή)].