πρυμνικός

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πρύμνη
(κυρίως το θηλ. ως ουσ.) ἡ πρυμνική
(ενν. τέχνη) η τέχνη ή η υπηρεσία του ναύτη που υπηρετεί στην πρύμνη.