πρωτεκδικικός

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

-ή, -όν, Μ πρωτέκδικος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωτέκδικο.