πρωτεκδικικός

From LSJ

βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς → the enjoyment from a cheap pleasure is short, there's brief enjoyment in dishonourable pleasure

Source

Greek Monolingual

-ή, -όν, Μ πρωτέκδικος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωτέκδικο.