πρόγευμα

German (Pape)

[Seite 713] τό, das Vorhergekostete, das Essen vor der Mahlzeit, Vorkost (?).

Greek Monolingual

το, ΝΜ προγεύομαι
το πρωινό φαγητό, κολατσιό
νεοελλ.
(παλαιότερα) το μεσημεριανό φαγητό σε αντιδιαστολή προς το δείπνο
μσν.
ο χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνεται το πρωινό φαγητό, το πρωί.