κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
[Seite 735] ὁ, = πρόμος, bei Aesch. Suppl. 882, l. d.
ὁ, Α(ποιητ. τ.) βλ. πρόμος.
πρόμνος: adj. m Aesch. v. l. = πρόμος I.