πρῖνον

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source

German (Pape)

[Seite 702] τό, die Frucht des πρῖνος, Galen.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ο πρίνος, το πουρνάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του πρῖνος, κατά τα ουδ.].