πτερανόδους
From LSJ
ο, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος ιπτάμενων ερπετών, λείψανα του οποίου ανακαλύφθηκαν σε αποθέσεις του ανώτερου κρητιδικού στην Ευρώπη, την Ασία και τη Βόρεια Αμερική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pteranodon (< πτερό + ανόδους «χωρίς δόντια»)].