ανόδους

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source

Greek Monolingual

-ουν (Α ἀνόδους)
ο δίχως δόντια, ο φαφούτης
νεοελλ.
Βοτ. βλ. ανόδα.