Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Ν
1. φυτεύω πολλά δέντρα σε λίγο χώρο
2. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ.) πυκνοφυτεμένος, -η, -ο
(για έκταση) αυτός που έχει πυκνή βλάστηση.