πυροβάτης

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

ο, θηλ. πυροβάτισσα, Ν
πρόσωπο που εκτελεί πυροβασία, που περπατά ξυπόλυτος πάνω σε αναμμένα κάρβουνα, κν. αναστενάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο-βάτης, ορει-βάτης.