ρέγομαι

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529

Greek Monolingual

Ν
ορέγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορέγομαι, με σίγηση του αρκτικού ο-].