ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
Νορέγομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορέγομαι, με σίγηση του αρκτικού ο-].