ρεζεντά
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
Greek Monolingual
και ρεζεδά, η, και ρεζεδάς, ο, Ν
βοτ. δικότυλο ποώδες φυτό με καρπό κάψα, της οικογένειας ρεζεντίδες της τάξης καππαρώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. reseda < λατ. reseda «είδος φυτού»].