Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ρεφρέν
Greek Monolingual
και ρεφραίν, το, Ν άκλ. 1. το ύστερα από μία ή περισσότερες στροφές επαναλαμβανόμενο μέρος ποιήματος ή τραγουδιού, η επωδός 2.μτφ.καθετί που επαναλαμβάνεται στερεότυπα. [ΕΤΥΜΟΛ.< γαλλ. refrain< ρ. refraindre «τσακίζω»].