ρεῦμα

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.