φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
το / ρηγᾱτον, ΝΜ [[ῥήξ, ῥηγός]]1. βασίλειο («τῆς Δύσεως τὰ ρηγᾱτα», Χρον. Μoρ.)2. βασιλική εξουσία.