ρηγάτο

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

το / ρηγᾱτον, ΝΜ [[ῥήξ, ῥηγός]]
1. βασίλειο («τῆς Δύσεως τὰ ρηγᾱτα», Χρον. Μoρ.)
2. βασιλική εξουσία.