ρηγάτο

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source

Greek Monolingual

το / ρηγᾱτον, ΝΜ [[ῥήξ, ῥηγός]]
1. βασίλειο («τῆς Δύσεως τὰ ρηγᾱτα», Χρον. Μoρ.)
2. βασιλική εξουσία.