τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν → reduce food and drink to a uniform mass
το, Νο κρόταφος («μια πλεξούδα κρέμουνταν εις το 'να του ριζάφτι», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + αφτί.].