ριζάφτι

From LSJ

τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν → reduce food and drink to a uniform mass

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ο κρόταφος («μια πλεξούδα κρέμουνταν εις το 'να του ριζάφτι», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + αφτί.].