Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(I)
ἡ, Α
ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος, κατά τα θηλ. σε -ία].
(II)
τὰ, Ν
βλ. σιτίο.
(see also: σιτίον) food, provisions
cibaria, provisions, 1.48.1, 3.1.2, 4.26.9, 7.43.2, 7.75.5, 7.77.6.