ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry
ο, η / ῥιζολόγος, ΝΜαυτός που μαζεύει ρίζες, ιδίως φαρμακευτικές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -λόγος].