ρινοκόλλητος

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

Greek Monolingual

-ον, Α
κατασκευασμένος από συγκολλημένα δέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός «δέρμα» + -κόλλητος (< κολλητός < κολλῶ), πρβλ. λιθο-κόλλητος].