ροδάκινο
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
Greek Monolingual
το / ῥοδάκινον, ΝΜΑ, και ῥωδάκινον, Α
ο καρπός της ροδακινιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από τον τ. δωράκινον (< λατ. duracinum) με αντιμετάθεση τών συμφώνων -ρ- και -δ-. Επομένως, η ορθή γρφ. της λ. είναι ο τ. ῥωδάκινον, έχει, όμως, επικρατήσει η απλούστερη γρφ. ροδάκινον].