ροδόσταμο

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

το, Ν
το ροδόσταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ροδόσταμα, κατά τα ουδ. σε -ο].